- γοργωπός
- γοργ-ωπός, όν,A fierce-eyed, grim-eyed,
σέλας A.Pr.358
;κόραι E.HF 868
;ἴτυς Id.Ion210
(lyr.);γοργωπὰ λεύσσων Id.Hyps.Fr.16(18)
;ἀλέκτωρ AP7.428
(Mel.);τὸ γ. Corn.ND20
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σέλας A.Pr.358
;κόραι E.HF 868
;ἴτυς Id.Ion210
(lyr.);γοργωπὰ λεύσσων Id.Hyps.Fr.16(18)
;ἀλέκτωρ AP7.428
(Mel.);τὸ γ. Corn.ND20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γοργωπός — γοργωπός, όν (Α) αυτός που έχει άγριο, βλοσυρό βλέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + ωπός* (πρβλ. αγριωπός, βλοσυρωπός κ.ά.)] … Dictionary of Greek
γοργωπός — fierce eyed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοργωπόν — γοργωπός fierce eyed masc/fem acc sg γοργωπός fierce eyed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοργωπούς — γοργωπός fierce eyed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοργωπά — γοργωπός fierce eyed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοργῶπες — γοργωπός fierce eyed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γοργῶπι — γοργωπός fierce eyed fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γοργῶπιν — γοργωπός fierce eyed fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γοργῶπις — γοργωπός fierce eyed fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοργῶφ' — γοργῶπι , γοργῶπις fem voc sg γοργῶπα , γοργωπός fierce eyed masc/fem acc sg γοργῶπι , γοργωπός fierce eyed masc/fem dat sg γοργῶπι , γοργωπός fierce eyed fem voc sg γοργῶπε , γοργωπός fierce eyed masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοργῶπι — γοργῶπις fem voc sg γοργωπός fierce eyed masc/fem dat sg γοργωπός fierce eyed fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)